ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΚΙΛΚΙΣ ΛΑΧΑΝΑ 19-21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913

Εισήγηση του Ανδρέα Καστάνη στο Ιστορικό συνέδριου του Δήμου Κιλκίς

(Ο Ανδρέας Καστάνης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής  Στρατιωτικής Ιστορίας Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Τμήμα Στρατιωτικών Επιστημών)

 1. Γενικά
Οι σερβικές κατακτήσεις των εδαφών που έφθαναν μέχρι την Αυλώνα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και της Αυστρίας, χώρες οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη έξοδο των Σέρβων στην Αδριατική. Τα δύο προαναφερθέντα κράτη άσκησαν πίεση στις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναγνωρισθούν αυτές οι εδαφικές περιοχές στη Σερβία, αλλά να της δοθεί η κυριαρχία στην περιοχή βόρεια της Μακεδονίας που είχε καταλάβει από τον πόλεμο[1].

Η Βουλγαρία πίστευε ότι έπρεπε να καταλάβει το τμήμα αυτής της περιοχής[2].  Καμία συμφωνία δεν υπήρχε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, η οποία παρόλα αυτά δεν αποδεχόταν την ελληνική κατοχή της Θεσσαλονίκης και απαιτούσε την παράδοση της[3]. Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης στο ζήτημα της απόσπαση της Θεσσαλονίκης εκφράσθηκε νωρίς και αποτυπώνεται στο ακόλουθο τηλεγράφημα προς τον Ρώσο πρέσβη.  

«Ἡ ἑλληνικἠ κυβέρνησις ἐπληροφορήθη ἐκ θετικῆς πηγῆς ὅτι, ὑπό τήν πρωτοβουλίαν τῆς Αὐστρίας, αἱ Δυνάμεις τῆς τριπλῆς συμμαχίας – Γερμανία, Αὐστρία, Ἰταλία- ὑπεσχθέθησαν εἰς τήν Βουλγαρίαν τήν κατοχήν τῆς Θεσσαλονίκης.

Σᾶς δηλῶ ὅτι μόνον διά τῆς βίας τῶν ὅπλων θά ἀποσπασθῇ ἡ Θεσσαλονίκη ἐκ τῆς Ἑλλάδος»[4].
                Η κοινή βουλγαρική απειλή ανάγκασε την Ελλάδα και τη Σερβία να υπογράψουν πρωτόκολλο συνεργασίας[5]. Μοναδικό αγκάθι σε αυτό το πρωτόκολλο υπήρξε η εμμονή της Σερβίας να επεκταθεί η συμμαχία όχι μόνο εναντίον των Βουλγάρων, αλλά και εναντίον τρίτου κράτους, το οποίο θα διενεργούσε επίθεση κατά ενός των συμβαλλομένων μερών. Τα δραματικά γεγονότα που εξελίχθηκαν στη Νιγρίτα και στο Παγγαίο δεν άφησαν περιθώριο στην Ελλάδα, παρά να δεχθεί τον σερβικό όρο. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις εγγυήθηκε την εφαρμογή του.[6]

            Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1912 και Μαΐου 1913, οι προστριβές[7] ανάμεσα των ελληνικών και των βουλγαρικών δυνάμεων υπήρξαν συνεχείς. Οι Βούλγαροι δεν επιθυμούσαν να εξωθήσουν την κατάσταση προς την τελική ρήξη. Οι επιχειρήσεις μεταξύ των Οθωμανών και των Βουλγάρων συνεχίζονταν και οι τελευταίοι είχαν διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους στη Θράκη. 

 Η βουλγαρική πλευρά πρότεινε στην Ελλάδα να χαραχθεί γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των δύο στρατευμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές προστριβές. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση και στις 21 Μαΐου υπογράφθηκε το σχετικό πρωτόκολλο, με το οποίο προσδιοριζόταν η σχετική γραμμή[8]. Η στάση των Βουλγάρων καθίσταται απειλητικότερη μετά την κατάληψη της Ανδριανούπολης (13 Μαρτίου), αλλά κυρίως όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δέχθηκε τη σύναψη ειρήνης (17 Μαΐου). Αυτό το γεγονός επέτρεψε την ενίσχυση των δυνάμεων τους έναντι των Σέρβων και των Ελλήνων[9].   
   

Μετά τη υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τελευταία έχασε όλα τα ευρωπαϊκά της ερείσματα με μοναδική εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη και ενός μικρού τμήματος δυτικά της. Τα βαλκανικά κράτη θα προσαρτούσαν τα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας (εκτός από την Αλβανία), τα οποία βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας (άρθρο 2). Το άρθρο 2 δεν διευκρίνιζε ποια εδάφη θα προσαρτούσε το κάθε βαλκανικό κράτος. Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους (πλην Δωδεκανήσου) θα ρυθμιζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις (λύθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923). 

Παράλληλα η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτήθηκε κάθε δικαιώματος της που είχε στην Κρήτη[10]. Η Βουλγαρία θεωρούσε ότι η Μακεδονία ενέπιπτε στη δική της σφαίρα ενδιαφερόντων και για την Ελλάδα αναγνώριζε μόνο δικαιώματα επί της Κρήτης και επί των νησιών του Αιγαίου[11]

Περί τα μέσα Ιουνίου 1913, οι βουλγαρικές δυνάμεις συγκέντρωσαν δύο στρατιές στα παλαιά σερβοβουλγαρικά σύνορα, μία στο Κιουστεντήλ, μια στην περιοχή Κότσανα- Ιστίπ και μία (η ΙΙ Στρατιά) στις Σέρρες. Η τελευταία προοριζόταν να ενεργήσει εναντίον των ελληνικών δυνάμεων και αποτελούνταν από τρεις μεραρχίες.[12] Στις 16 Ιουνίου 1913, η Βουλγαρία εκδήλωσε αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς να ακολουθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, εναντίον των ελληνικών και σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων[13]. Η ελληνική κυβέρνηση, μετά την ενημέρωση της, έλαβε ομόφωνα απόφαση για την ανάληψη γενικής επίθεσης. 

Τη νύχτα 17/18 Ιουνίου 1913, η ΙΙ Μεραρχία διενήργησε γενική εκκαθάριση των βουλγαρικών τμημάτων που στάθμευαν στη Θεσσαλονίκη και κατόρθωσε σταδιακά να απαλλάξει την πόλη από την παρουσία τους[14]. Την 18η Ιουνίου, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού. Το ίδιο διάστημα η Σερβία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας[15]
Στις 18 Ιουνίου 1913, ο διοικητής της ΙΙης Στρατιάς έλαβε εντολή από το βουλγαρικό Γενικό Επιτελείο να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια και να καταλάβει κατάλληλες θέσεις που θα κάλυπταν την κατεύθυνση Κιλκίς –Σιδηρόκαστρο. Η αιτία της εντολής ήταν η σθεναρή αντίσταση των Σέρβων έναντι της ΙV βουλγαρικής Στρατιάς. Οι υπόλοιπες Στρατιές του Βουλγαρικού Στρατού παρέμειναν αδρανείς, επειδή δεν είχαν διαταγές να ενεργήσουν[16].

2. Πεδίο της μάχης.  Οι Βούλγαροι επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία την περιοχή Κιλκίς-Λαχανά, προκειμένου να ανακόψουν τη βόρεια κίνηση των ελληνικών στρατευμάτων. Η τοποθεσία αυτή ορίζεται βόρεια από τη λίμνη Δοϊράνη και το όρος Κρούσια (Δύσωρο), ανατολικά από τον ποταμό Στρυμόνα, νότια από τις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβης και δυτικά από τον Αξιό ποταμό. Αν και εμφανίζεται ως ενιαίος χώρος, παρόλα αυτά οι κατευθύνσεις ενεργείας βόρεια και ανατολικά πρέπει να διακριθούν σε δύο πεδία μάχης. 

Με άλλες λέξεις, το πεδίο του Κιλκίς πρέπει να διαχωριστεί από αυτό του Λαχανά, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης των ενεργουσών δυνάμεων από νότο προς βορρά. Η γραμμή διαχωρισμού των στρατευμάτων στην υπόψη περιοχή είχε μήκος 60-65 χιλιόμετρα, ενώ βορειότερα από τις λίμνες Αρτζάν και Δοϊράνης μέχρι τον Στρυμόνα είχε μήκος 40-45 χιλιόμετρα.  Οι Βούλγαροι όταν κατέλαβαν το Κιλκίς στις 26 Οκτωβρίου 1912 άρχισαν να οχυρώνουν τις δύο περιοχές (Κιλκίς-Λαχανά) με πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα. Υπήρχαν πολλαπλά χαρακώματα σε όλο το μέτωπο και σε βάθος 6 χιλιόμετρα[17].  

3. Αντίπαλες δυνάμεις:
Βούλγαροι: Συνολικά ο βουλγαρικός στρατός διέθετε πέντε στρατιές[18], συγκεκριμένα 316 τάγματα πεζικού[19], 47-50 ίλες ιππικού[20] και 800 πυροβόλα[21].
Μέχρι την παραμονή του πολέμου υπήρχαν πολλές ασάφειες, κατά την έκδοση των βουλγαρικών διαταγών. Οι εντολές προκαλούσαν σύγχυση και περιλάμβαναν πολλές λέξεις όπως «είτε», «οπότε», «ενδεχομένως», «συγκεντρωθείτε …….χωρίς να μετακινηθείτε», «δια τη συγκέντρωση θα διατάξω ιδιαιτέρως», «προς το παρόν να παραμείνουν όλα ως έχουν», «Η Στρατιά να επιτεθεί ….. εάν η επίθεση σας ανατεθεί» κλπ. Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους εντολές προκαλούσαν σύγχυση[22].
H ΙΙη βουλγαρική στρατιά βρισκόταν αμυντικά εγκατεστημένη στη μάχη Κιλκίς – Λαχανά [23]. Κάλυπτε ένα μέτωπο περίπου 200 χιλιόμετρα, το οποίο είχε διαιρεθεί (η περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα) σε τρεις τομείς, όπως ακολούθως:


Δεξιός τομέα ΙΙΙ Μεραρχία
  1. Η 3η Ταξιαρχία από Δεδελή μέχρι Μιχάλοβο (σήμερα Μιχαλίτσι)
  2. Η 2η Ταξιαρχία από ανατολική όχθη λίμνης Αρζάν μέχρι υψ Κλέπε.
Κεντρικός Τομέας.
            Η 1η Ταξιαρχία της Χ Μεραρχίας από ύψωμα Κλέπε μέχρι του χωριού Ζάροβο (σήμερα Νικόπολης)
Αριστερός Τομέας.
            Η Ταξιαρχία Δράμας από το χωριό Νικόπολη μέχρι του ποταμού Στρυμόνα[24].
Εκτός αυτών των δυνάμεων υπήρχε και η Ταξιαρχία Σερρών στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου.
Το πυροβολικό τους στη μεγάλη πλειονότητα αποτελούνταν από βραδυβόλα πυροβόλα, κατώτερα των αντιστοίχων ελληνικών[25]. Η βουλγαρική μεραρχία διέθετε 4 συντάγματα πεζικού (συνολικά 16 τάγματα). Η ταξιαρχία είχε υπό τις διαταγές της 8 τάγματα πεζικού[26].  Οι Βούλγαροι παράταξαν συνολικά 59 τάγματα πεζικού. Την 19 Ιουνίου ενισχύθηκαν με 3 τάγματα και έφθασαν τα 62 και την επομένη ενισχύθηκαν με άλλα 8 της VI βουλγαρικής Μεραρχίας που ανήλθαν σε 70[27]

Ελληνικές δυνάμεις

Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός μεταφέρθηκε εκ νέου στη Μακεδονία. Η διάταξη των ελληνικών δυνάμεων την 18η Ιουνίου ήταν η ακόλουθη: Η VII Μεραρχία στο Τσόγεζι (Στόμιο) η Ι Μεραρχία στη Μπέροβα (Βερτίσκος), η VΙ Μεραρχία στο Αϊβάτι (Λητή), η ΙΙ Μεραρχία στη Μπάλτσα (Μελισσοχώρι), η ΙV Μεραρχία στο Δαουτλή (Μονόλοφος), η V στο Ναρές (Νέα Φιλαδέλφεια), η ΙΙΙ Μεραρχία στο Βαθύλακο, η Χ Μεραρχία στη Μποέμιτσα (Αξιούπολη) και η Ταξιαρχία Ιππικού[28] στο Μπουγαρίοβο (Καραβίας)[29].
Στις 20.00 της 18ης Ιουνίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε την ακόλουθη διαταγή επιχειρήσεων:
            «1) Η VII Μεραρχία θά προήλαυνε εἰς Νιγρίτα καί ἐκεῖθεν προς τήν παρά το Στρυμονικό (Ὄρλιακο) ἐπί τοῦ Στρυμόνος γέφυραν, ἐάν τοῦτο ἐθεωρεῖτο ὑπό ταύτης ἀναγαῖον.
2) Η Ι Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι’ Ὄσσης (Βυσσώκας)καί Νικοπόλεως (Ζαρόβου) πρός τήν γραμμήν Λαχανᾶ - Ξυλόπολις (Λιγκοβάνη). Εἰς τήν ἐκτίμησιν ταύτης ἐπαφίετο, ἐάν θά ἐστρέφετο ἐν ἀνάγκῃ καθ’ ὁδόν, πρός ἀριστερά, ἵνα ὑποστηρίξῃ τό δεξιόν τῆς VI Μεραρχίας.
            3) Η VΙ Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Λιτῆς τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι’ Ἀσσήρου προς τό ὕψωμα Κλέπε (877, 90).
4) Η II Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Μελισσοχωρίου τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε διά Μονολόφου (Δαουτλῆ) καί Πετρωτοῦ (Γενῆ Μαχαλά) πρός βορρᾶν, συναντῶσα δέ τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό ἀριστερόν αὐτῆς πρός τά Ἀνατολικῶς τοῦ χωριοῦ Ποταμιά (Σαρῆ Κιοϊ) υψώματα.  

            5) Η ΙV Μεραρχία ἀφήνουσα ἀπό τῆς 5ης ὥρας ἐντελῶς ἐλευθέραν τήν ἀπό Μελισσοχωρίου διά Μονολόφου ὁδόν πρός διάβασιν τῆς ΙΙ Μεραρχίας καί ἐκκινοῦσα ἐκ Μονολόφου (Δαουτλῆ) τήν 7η ὥραν θά προήλαυνε διά τῶν χωρίων Γαλλικόν (Σαμανλί) και Κολχικόν (Ἀκτσέ Κλισέ) πρός βορρᾶν. 

Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ το δεξιόν της ἐν ἐπαφῇ πρός την ΙΙ Μεραρχίαν καί τό ἀριστερόν της πρός τά μεταξύ τῶν χωριῶν Ποταμιά (Σαρῆ Κιοϊ) καί Κρηστῶν (Σαρή Γκιόλ) ὑψώματα.

6) Η V Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Φιλαδελφείας τήν 7ην ὥραν θά προήλαυνε πρός Κιλκίς διά τῆς Ἀνατολικῶς τῆς Πικρολίμνης ἐκτάσεως καί διά τοῦ 252,27. Συναντῶσα τον ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της ἐν ἐπαφῇ προς τήν ΙV Μεραρχία καί τό ἀριστερόν της πρός Κιλκίς.

            7) Η ΙΙΙ Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν ἐκ τῶν ὑψωμάτων Β. Βαθυλάκκου θά προήλαυνε διά Γυναικοκάστρου πρός Κικλίς. Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπιτίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της προς Κιλκίς.

8) Η Χ Μεραρχία ἐκκινούσα ἐκ Πολυκάστρου τήν 8ην ὥραν θά ἐπετίθετο κατά τῶν ἐπί τῶν ὑψωμάτων Καλλινόβου ἐχθρικῶν τμημάτων, ἅτινα ἀπωθοῦσα θά ἐστρέφετο ἀναλόγως τῆς ἐκτιμήσεως ὐπό ταύτης τῆς τακτικῆς καταστάσεως, κατά τοῦ Κιλκίς.

9) Η Ταξιαρχία Ἱππικοῦ προχωρούσα πρός Χερσοτόπι (Κοτζᾶ Ὀμερλῆ) καί Ἅγιον Γεώργιον (Κιρέτς) θά συνέδεε τήν ΙΙΙ καί Χ  Μεραρχίας κανονίζουσα τήν πορείαν της πρός τήν τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας. Ἐπί πλέον ἐξηκρίβωνεν, ἐάν ἡπῆρχον ἐχθρικαί δυνάμεις μεταξύ Κιλκίς-Καλίνδρια καί Καλίνδρια Καλλίνοβο, ἤ ἐάν ἐκκινοῦντο τοιαῦται ἐπί τῆς ὁδοῦ Δοϊράνης πρός Κιλκίς.
10) Το Γενικόν Στρατηγεῖον θά ἐγκαθίστατο ἀπό τῆς 8.30΄ ὥρας εἰς Μελισσοχώριον (Μπάλτζα)». 
            Στο τέλος η διαταγή ανέφερε: «Ἑκάστη τῶν Μεραρχιῶν καί ἡ Ταξιαρχία Ἱππικοῦ, ἀπωθοῦσαι τόν ἐχθρόν ἐκ τῶν θέσεων του, νά καταδιώκωσιν αὐτόν συντόνως»[30] .

            Από τη προαναφερθείσα διαταγή επιχειρήσεων προκύπτει ότι οι ελληνικές δυνάμεις θα ενεργούσαν μετωπική επίθεση με κύρια προσπάθεια (κύριο βάρος) την περιοχή του Κιλκίς και δευτερεύουσα την περιοχή του Λαχανά. Οι δύο μεραρχίες των πλευρών θα προσπαθούσαν να υπερκεράσουν τον εχθρό. Η επιλογή της μετωπικής επίθεσης ως τρόπο ενεργείας έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο αριθμό απωλειών. 

4. Διεξαγωγή της μάχης        
19 Ιουνίου 2013

Ακρο δεξιό Στρατιάς (VII Μεραρχία)
Η VII Μεραρχία[31] κινήθηκε σε τρεις κατευθύνσεις (φάλαγγες) προέλασης[32]: Η πρώτη φάλαγγα (ένα σύνταγμα πεζικού και 4 πεδινές[33] πυροβολαρχίες) θα κινούνταν από Ασπροβάλτα προς Ηρακλείτσα (Τσάγεζι) και από εκεί προς Νιγρίτα. Οι άλλες δύο φάλαγγες θα βάδιζαν βόρεια. Συγκεκριμένα, η δεύτερη φάλαγγα (Σύνταγμα (-)[34] και μια ορειβατική πυροβολαρχία) θα κινούνταν προς Νιγρίτα. Η τρίτη φάλαγγα (Σύνταγμα (+) και μοίρα πυροβολικού (-) που αποτελούσε την κύρια κατεύθυνση προέλασης της μεραρχίας θα βάδιζε κατά της Νιγρίτας. Σώματα προσκόπων[35] θα κάλυπταν το αριστερό της. Η πρώτη φάλαγγα κινήθηκε προς Ηρακλείτσα, στο οποίο έφθασε τις απογευματινές ώρες, χωρίς να συναντήσει αντιστάσεις. Οι δύο βόρειες φάλαγγες απώθησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις προς τη Νιγρίτα και τις βραδινές ώρες κατέλαβαν τον αυχένα Καρακόλι και εγκαταστάθηκαν λίγο πέρα αυτού του υψώματος[36]

Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά) (Ι και VI Μεραρχίες)
            Η Ι Μεραρχία θα προήλαυνε σε μια κατεύθυνση επί του δρομολογίου Προφήτης (Κλείσαλι)- Λοφίσκος (Καρά Ομερλή) –Όσσα (Βυσσώκα) προς τη γραμμή Λαχανά – Ξυλόπολη (Λιγκοβάνη). Σε εκτέλεση αυτής της διαταγής τα τμήματα έλαβαν επαφή με τον εχθρό[37] την 15.30 όταν οι ανιχνευτές[38] δέχθηκαν τα πρώτα βουλγαρικά πυρά στην τοποθεσία της Όσσας. Μέχρι την 20.00 που διακόπηκε η μάχη της 19ης Ιουνίου, η Μεραρχία κατόρθωσε να καταλάβει τη γραμμή Όσσα και Βερτίσκος (Μπέροβα), στο οποίο βρέθηκε άθικτος ο καταυλισμός των Βουλγάρων[39].
Η VI Μεραρχία θα προήλαυνε με γενική κατεύθυνση προς Κλέπε (Λευκοχώριο) με δύο φάλαγγες. Τα τμήματα της Μεραρχίας, ακολουθώντας τη διαταγή της Μεραρχίας, έλαβαν επαφή με τον εχθρό περί την 13.30 (13.20 το αριστερό σύνταγμα και 13.45 το δεξιό). Μέχρι το απόγευμα, κατόρθωσαν να φθάσουν πλησίον του υψώματος Κλέπε (υψ 878)[40]

Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς) (ΙΙ, ΙV, V, ΙΙΙ Μεραρχίες και Ταξιαρχία Ιππικού)

Η ΙΙ Μεραρχία θα προήλαυνε προς βορρά σε μια φάλαγγα όχι στο δρομολόγιο που διέτασσε το Γενικό Στρατηγείο, αλλά από την κατεύθυνση  Δριμός (Δριμίγκλαβα) – Αντιγόνης (Ραχμανλή)- Λειψυδρίου (Γενή Μαχαλέ). Η φάλαγγα έλαβε επαφή με τον εχθρό περί την 07.00. Μέχρι τις βραδινές ώρες κατόρθωσε να φθάσει δύο χιλιόμετρα νότια του χωριού Λειψύδριο.

Η ΙV Μεραρχία θα προήλαυνε στην κατεύθυνση Μονόλοφος (Δαουτλή)- Γαλλικό (Σαλαμανλή) και Κολχίς (Ακτσέ Κλισέ) σε μια φάλαγγα. Τα φίλια τμήματα έλαβαν επαφή με τον εχθρό την 08.10. Μέχρι τις βραδινές ώρες και μετά από σκληρό αγώνα έφθασε στην Κολχίδα.

Η  V Μεραρχία εξέδωσε διαταγή προελάσεως, σύμφωνα με την οποία θα ξεκινούσε από τη Νέα Φιλαδέλφεια (Νάρες) προς Ξυλοκερατιά (Γιατζιλάρ) με ένα σύνταγμα (23 Σύνταγμα) σε πρώτο κλιμάκιο και θα ακολουθούσε ένα δεύτερο (16 Σύνταγμα). Σε δεύτερη γραμμή θα τηρείτο το τρίτο σύνταγμα (22 Σύνταγμα) της Μεραρχίας.

 Σε εκτέλεση της διαταγής τα δύο πρώτα συντάγματα (23 και 16) τις πρωινές ώρες (07.30 και 09.00) εισήλθαν σε στενή και ακάλυπτη ζώνη, με συνέπεια να δεχθούν ισχυρά πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού. Τα τμήματα αποδεκατίστηκαν και οι επιζώντες συσπειρωθήκαν στους αξιωματικούς τους και αφού επιτάχυναν το ρυθμό τους, καλύφθηκαν πίσω από τα αντερείσματα της περιοχής Ξυλοκερατιά (Γιατζιλάρ). Μέχρι τις βραδινές ώρες έφθασε στα υψώματα βορείως του Μαυρονερίου (Καρά Μπουνάρ).

Η ΙΙΙ Μεραρχία θα προήλαυνε την 06.00 από το χωριό Αγιονέρι (Βερλάντζα) Γυναικόκαστρο (Αβρέτ Ισσάρ) και από εκεί προς Κιλκίς. Τα τμήματα της μεραρχίας σε εκτέλεση της διαταγής δέχθηκαν τα πρώτα πυρά του εχθρικού πυροβολικού στις 08.45 και στις 09.30 τα πυρά του εχθρικού πεζικού. Γενικά η προέλαση της μεραρχίας ήταν εύκολη. Μέχρι τις βραδινές ώρες τα τμήματα της έφθασαν 500 μέτρα νότια του Γυναικοκάστρου.

Η Ταξιαρχία Ιππικού σε εκτέλεση της διαταγής του Γενικού Στρατηγείου άρχισε την 05.00 την προέλαση της από το χωριό Ασπροποταμιά (Γιαχαλή) προς Χερσοτόπι (Κοτζά Ομερλή)– Χορήγι (Κιρέτς). Μέχρι την 15.00 έφθασε στο χωριό Χορήγι, χωρίς να συναντήσει αντιστάσεις. Στις 16.00 προσβλήθηκε από βουλγαρικό απόσπασμα και μετά από μια ώρα μάχη (πεζομαχία) αποσύρθηκε πίσω από το βαλλομένη από το πυροβολικό[41].

Αριστερό (περιοχή Καλλινόβου) (Χ Μεραρχία)
Η Χ Μεραρχία θα διενεργούσε επίθεση εναντίον των υψωμάτων Καλλινόβου με δύο συντάγματα σε πρώτο κλιμάκιο και το τρίτο θα κάλυπτε από αριστερά την ενέργεια. Μέχρι τις βραδινές ώρες τα τμήματα της έφθασαν στη γραμμή λίμνη Αρτζάν- υψ Βορείως Πλατάνι-Πευκοδάσος (Ορέβιτσα) και υποχρέωσαν τα τμήματα των βουλγαρικών δυνάμεων να συμπτυχθούν βόρεια[42].
Συνοπτικά η μάχη της 19 Ιουνίου περιγράφεται στο τηλεγράφημα[43] που απέστειλε την 23 Ιουνίου το Γενικό Στρατηγείο (Επιτελάρχης Βίκτωρ Δούσμανης) προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών (Υπουργός Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος). Σύμφωνα με αυτό  τη σκληρότερη μάχη έδωσε η ομάδα μεραρχιών του κέντρου. 

Αγωνίσθηκε όλη την ημέρα και κέρδισε βήμα – βήμα όλο το από νότο προς Κιλκίς έδαφος από τις δύο πλευρές του Γαλλικού ποταμού και της σιδηροδρομικής γραμμής. Έφθασαν 5-6 χιλιόμετρα από την οχυρωμένη τοποθεσία του Κιλκίς, με πολλές απώλειες αλλά με μεγάλη ανδρεία.  Κατά την προέλαση ο Ελληνικός Στρατός έκανε χρήση της λόγχης και με αυτή εκτόπισε τον εχθρό από τα χαρακώματα του, τα οποία βρέθηκαν γεμάτα με βουλγαρικά πτώματα[44].  

20  Ιουνίου 1913
Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε στις 02.00 νέα διαταγή επιχειρήσεων[45], σύμφωνα με την οποία:
            Η Ι Μεραρχία θα εξακολουθούσε την επίθεση ενισχυόμενη από την VΙ Μεραρχία, η οποία θα διενεργούσε επίθεση εναντίον της Ξυλόπολης (Λιγκοβάνη).  Οι μεραρχίες προ το Κιλκίς την 05.00 θα εκδήλωναν την επίθεση τους κατά των αμυνομένων βουλγαρικών τμημάτων. Μετά την απώθηση τους οι ΙΙ και ΙV Μεραρχίες θα λάμβαναν μέτωπο ανατολικά επί της γραμμή Ακροποταμιά (Ινανλή)- Τέρσυλλος (Κουρκούτ) και οι ΙΙΙ και V Μεραρχίες με την Ταξιαρχία Ιππικού θα καταδίωκαν τις εχθρικές δυνάμεις προς βορρά. Η Χ Μεραρχία αφού εκδίωκε τον εχθρό από τα υψώματα Καλλινόβου θα κατευθυνόταν ή προς Καλίνδρια ή προς Μεταλλικό (Γιάννες) ανάλογα με την τακτική κατάσταση. Η διαταγή δεν ανέφερε τίποτα για την VΙΙ Μεραρχία που σήμαινε ότι η αποστολή της δεν θα παρουσίαζε τροποποιήσεις. Το Γενικό Στρατηγείο θα παρέμενε στο Μελισσοχώρι (Μπάλτζα)[46].

Άκρο Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Νιγρίτας)
Η VΙΙ Μεραρχία με νέα διαταγή της θα συνέχιζε την κίνηση της προς Νιγρίτα με δύο φάλαγγες. Τα τμήματα της κινήθηκαν προς την καθορισθείσα κατεύθυνση, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Περί την 13.00 η μία φάλαγγα έφθασε στη Νιγρίτα. Από εκεί κινήθηκαν προς το χωριό Τερπνή (Τσερπίτσα), όπου εγκατέστησε προφυλακές. Στα υψώματα Βεργοπουλιανά (ΒΔ του χ. Σκεπαστό) πρόσκοποι και τμήματα της μεραρχίας κύκλωσαν βουλγαρική δύναμη 1500 ανδρών, την οποία αιχμαλώτισαν[47]

Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά)
Η Ι Μεραρχία με νέα διαταγή της θα συνέχιζε την επίθεση της κατά Ξυλούπολης – Λαχανά με δύο φάλαγγες (κάθε μία του ενός συντάγματος). Τα τμήματα της σε εκτέλεση της προαναφερθείσης διαταγής κινήθηκαν προς Νικόπολη- Ξυλόπολη η μία φάλαγγα και προς Βερτίσκο – Λαχανά η άλλη. Μέχρι 18.00 τα προκεχωρημένα τμήματα τα μεραρχίας είχαν φθάσει σε απόσταση 800- 1000 μέτρα από τα εχθρικά χαρακώματα, χωρίς να μπορούν να συνεχίσουν την προχώρηση.
Η VΙ Μεραρχία συνέχισε την προέλαση της με δύο συντάγματα σε πρώτη γραμμή. Ο ρυθμός προέλασης ανατράπηκε όταν στις 13.00 τα τμήματα της βλήθηκαν με σφοδρότητα από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και πεζικού. Παρόλα αυτά κατόρθωσε να συνεχίσει την προχώρηση της και 16.00 έφθασε σε απόσταση 800-1000 μέτρων από τα εχθρικά χαρακώματα σε σύνδεσμό με την Ι Μεραρχία[48]

Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς)
Οι ΙΙ, ΙV, V και ΙΙΙ Μεραρχίες συνέχισαν την προέλαση τους προς Κιλκίς χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, λόγω των σφοδρών πυρών των βουλγαρικών τμημάτων και της φύσης του εδάφους (ακάλυπτο έδαφος προ των βουλγαρικών θέσεων).  Μέχρι τις βραδινές ώρες κατόρθωσαν να φθάσουν στη γραμμή Ακροποταμιά –Ποταμιά (ΙΙ)- δύο χιλιόμετρα νότια Κιλκίς (ΙV)- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κρητσώνης (V) υψ ανατολικά του χωριού Μεγάλη Βρύση (ΙΙΙ) με πολλές απώλειες [49].
Αριστερό (περιοχή Καλλινόβου)
Η Χ Μεραρχία συνέχισε την επίθεση της και περί το μεσημέρι κατέλαβε τη Γευγελή και τη γέφυρα του Αξιού άθικτη, επειδή οι Βούλγαροι δεν πρόλαβαν να ανατινάξουν και στις 16.00 το χωρίο Εύζωνοι (Ματσίκοβο) και τα βόρεια και ανατολικά υψώματα του[50].

            Συνοπτικά στο τηλεγράφημα που έστειλε την 23 Ιουνίου 1913 το Γενικό Επιτελείο προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ανέφερε ότι τη δευτέρα ημέρα η επίθεση επαναλήφθηκε σε όλο το μέτωπο με την ίδια σφοδρότητα. Η μεραρχία του άκρου δεξιού κατέλαβε τη Νιγρίτα και προχώρησε ακόμη βορειότερα. Αιχμαλώτισε ένα ολόκληρο εχθρικό σύνταγμα. Οι μεραρχίες που ενεργούσε προς τον Λαχανά εξακολούθησαν την επίθεση. Η ομάδα που ενεργούσε προς το Κιλκίς εξακολούθησε τον αγώνα προσπελάσεως με πολύ μεγάλες δυσχέρειες. Η κίνηση του πυροβολικού εμποδιζόταν από μεγάλες εδαφικές ανωμαλίες και μόνο μετά την παρέμβαση του μηχανικού ήταν δυνατή η προχώρηση του. Η κίνηση των μονάδων του πεζικού στο ακάλυπτο έδαφος ήταν δυσχερής. Παρά τις δυσκολίες οι άνδρες των τμημάτων απέκρουσαν αποτελεσματικά τις αντεπιθέσεις των Βουλγάρων. Η μεραρχία του αριστερού προχώρησε με επιτυχία[51].    

21 Ιουνίου 1913
             Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε στις 17.00 της 20 Ιουνίου, «ὅπως μέχρι τῆς νυκτός ἁλωθῇ τοῦτο (Κιλκίς)»[52]. Επίσης αποφάσισε να μετακινήσει την VΙ Μεραρχία από την περιοχή του Λαχανά στο Κιλκίς. Η τελευταία διαταγή δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστεί, αφού δεν είχαν επιτευχθεί οι αντικειμενικοί σκοποί (κατάληψη του Λαχανά), με αποτέλεσμα αυτή η μετακίνηση να είναι δύσκολη. Κατόπιν αυτού το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να συγκροτήσει απόσπασμα αποτελούμενο από δύο συντάγματα (από ένα των μεραρχιών Ι και VΙ) και με το ορειβατικό πυροβολικό της Ι Μεραρχίας. Επικεφαλής του αποσπάσματος θα αναλάμβανε ο διοικητής της VΙ Μεραρχίας[53].
             Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς). Οι μεραρχίες του κέντρου[54] όταν έλαβαν τη προαναφερθείσα διαταγή «ὅπως μέχρι τῆς νυκτός ἁλωθῇ τοῦτο (Κιλκίς)» αποφάσισαν να διενεργήσουν νυκτερινή επίθεση, πλην όμως εξαιτίας της απάντησης της ΙΙΙ Μεραρχίας, η οποία θεώρησε την νυκτερινή επίθεση «ἄκρως ἐπικίνδυνον» η V Μεραρχία ανέστειλε τη νυκτερινή επίθεση που θα διενεργούσε. Η ΙV Μεραρχία είχε διατάξει νυκτερινή επίθεση, εφόσον εκδήλωναν επίθεση οι παραπλεύρως αυτής μεραρχίες, οι οποίες όμως δεν εκδήλωσαν τέτοια ενέργεια με συνέπεια να αναστείλει την επίθεση της.
Ανδρέας Καστάνης

Τελικά μόνο η ΙΙ Μεραρχία διέταξε να πραγματοποιηθεί νυκτερινή επίθεση προς την κατεύθυνση του ανατολικού Κιλκίς. Η ενέργεια εκδηλώθηκε στις 03.30. Παρά τις απώλειες και την έλλειψη συνδρομής από τις άλλες μεραρχίες κατόρθωσε μέχρι 09.30 να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία στο Κιλκίς και να εισέλθει στην πόλη[55].

 Οι βουλγαρικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, λόγω του κινδύνου που είχε δημιουργήσει η ενέργεια της ΙΙ Μεραρχίας[56].
          
  Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά)  Η κίνηση τμημάτων για τη συγκρότηση του διαταχθέντος αποσπάσματος έδωσε την εντύπωση στους Βουλγάρους ότι τα ελληνικά τμήματα υποχωρούσαν, με συνέπεια οι εχθρικές δυνάμεις να διενεργήσουν επίθεση εναντίον τάγματος της Ι Μεραρχίας. Η ενέργεια αυτή αποκρούσθηκε, εξαιτίας του ηρωισμού που επέδειξαν οι άνδρες αυτού του τάγματος. Σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του τέθηκαν εκτός μάχης και ο διοικητής του ταγματάρχης Κατσιμίδης Αναστάσιος μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς φονεύθηκαν. Τελικά λόγω της κατάληψης του Κιλκίς (21 Ιουνίου) ανεστάλη η κίνηση του αποσπάσματος.   Όταν ακυρώθηκε η διαταγή συγκρότησης και μετακίνησης του αποσπάσματος συμφώνησαν οι δύο μέραρχοι (Ι και VΙ Μεραρχίες) να επιτεθούν από κοινού εναντίον των υψωμάτων του Λαχανά. Μετά από σύντομη προπαρασκευή του πυροβολικού[57] τα ελληνικά τμήματα εξόρμησαν και μέχρι περίπου στις 16.00 κατέλαβαν τα υψώματα του Λαχανά. Οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς τον Στρυμόνα[58].
Η Ι Μεραρχία γνωστοποίησε στην VΙΙ ότι οι Βούλγαροι υποχωρούσαν άτακτα από την οδό των Σερρών. 

Η VΙΙ Μεραρχία δεν είχε λάβει τη διαταγή επιχειρήσεων για την 21 Ιουνίου. Όταν ζήτησε διαταγές το Γενικό Στρατηγείο απάντησε ότι έπρεπε να ενεργήσει σύμφωνα με προηγούμενες διαταγές και την εκτίμηση του μεράρχου για την τακτική κατάσταση.  Όταν ο τελευταίος πληροφορήθηκε την ευνοϊκή εξέλιξη στο Λαχανά έθεσε σε κίνηση δύο φάλαγγες. Η κίνηση τους υπήρξε εξαιρετικά βραδεία, με αποτέλεσμα να μην κατορθώσουν να ανακόψουν την υποχώρηση των Βουλγάρων. Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την Ι Μεραρχία να καταδιώξει τις υποχωρούσες βουλγαρικές δυνάμεις, πλην όμως τα τμήματα της μεραρχίας κινήθηκαν με βραδύτητα, με συνέπεια ο εχθρός να υποχωρήσει ανενόχλητος[59].

Συνοπτικά, από την επίσημη έκθεση που συντάχθηκε την 23 Ιουλίου 1913 από το Γενικό Στρατηγείο προς το Υπουργείο Στρατιωτικών αναφέρεται ότι κατά την τρίτη ημέρα 21 Ιουνίου εξακολούθησε μεγάλη επίθεση με μεγίστη ορμή, παρά τις μεγάλες απώλειες και την καταπόνηση των ανδρών, των οποίων ο ηρωισμός είναι άξιος θαυμασμού. Το Γενικό Στρατηγείο δεν είχε ενημέρωση για το τι συμβαίνει στο άκρο δεξιό (VΙΙ Μεραρχία).  Οι δύο μεραρχίες (Ι και VΙ Μεραρχίες) που ενεργούσαν κατά του Λαχανά έδωσαν σκληρό αγώνα. Με μεγάλη προσπάθεια έταξαν το πυροβολικό και με αλλεπάλληλες εφόδους κυρίευσαν με τη λόγχη τα υψώματα του Λαχανά, τα οποία ο εχθρός υπεράσπιζε με λύσσα. Τα στρατεύματα μας τους καταδίωξαν μέχρι το Μπάσκιοϊ (Κεφαλοχώρι). 
Η κωμόπολη του Κιλκίς έγινε παρανάλωμα του πυρός[60]. Η Ταξιαρχία Ιππικού είχε αναλάβει την καταδίωξη των βουλγαρικών δυνάμεων που υποχωρούσαν από το Κιλκίς.
Η αριστερή μεραρχία (Χ Μεραρχία) ανέλαβε σφοδρό αγώνα για να διασπάσει τα οχυρωμένα στενά του Καλλινόβου (Σουλτογιανναίικα) και να σπεύσει να καταδιώξει τις δυνάμεις που φεύγουν από το Κιλκίς[61]. 
     Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος υπηρετούσε ως επιτελής στο Γενικό Στρατηγείο αναφέρει στο ημερολόγιο του για τη μάχη: «Ἐτελείωσεν ἡ τρομερά μάχη. Ἄρχισε τάς 19 τοῦ μηνός και τελείωσε χθές. Ἐτσακίσαμεν κυριολεκτικούς τούς Βουλγάρους. Ἀλλά καί ἡμεῖς ἐχάσαμεν πολύν κόσμον. Δέν εἰξεύρω ἀκριβῶς πόσον. Ἀλλά 7-8 χιλιάδας νεκρούς καί πληγωμένους. Πολλούς ἀξιωματικούς. Τί νά γίνῃ!»[62]
Οι απώλειες αναλυτικά για τις 20 και 21 Ιουνίου ήταν οι ακόλουθες[63]:

Σχηματισμοί
Σύνολο
απωλειών
αξιωματικοί &
οπλίτες
Περιοχή
VII Μεραρχία
199
Άκρο δεξιό
 Ι Μεραρχία
1354
Περιοχή Λαχανά
VI Μεραρχία
1347
-//-
ΙΙΙ Μεραρχία
773
Περιοχή Κιλκίς
V Μεραρχία
2123
-//-
ΙV Μεραρχία
1257
-//-
ΙΙ Μεραρχία
1483
-//-
Ταξιαρχία Ιππικού
16
-//-
Χ Μεραρχία
276
Άκρο αριστερό

Συνολικά οι απώλειες ανήλθαν σε 8828 άνδρες. Οι βουλγαρικές απώλειες ανήλθαν στους 4227 νεκρούς, 1977 τραυματίες και 767 αγνοούμενοι[64]

5. Σχόλια -Στρατιωτικά Συμπεράσματα από την μάχη Κιλκίς-Λαχανά.
α. Δόγμα-Ιδέα Ελιγμού-Εκτέλεση Σχεδίου
Οι Γάλλοι στρατιωτικοί της εποχής καθόρισαν ως δόγμα ότι «μόνο η επίθεση δίνει τη νίκη»[65]. Ο Ελληνικός Στρατός, ο οποίος εκπαιδεύτηκε από τη Γαλλική Αποστολή ακολουθούσε τις  στρατιωτικές απόψεις τους σχεδόν κατά γράμμα[66]. Ο γαλλικός κανονισμός[67] προέβλεπε ότι για την επιτυχία της νίκης έπρεπε να διασπαστεί με κάποια δύναμη η εχθρική διάταξη μάχης του αντιπάλου. Η διάσπαση αυτή απαιτεί τη διενέργεια επιθέσεων από μεγάλο βάθος και δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με αιματηρές θυσίες. Κάθε άλλη αντίληψη πρέπει να απορριφθεί ως αντίθετος προς τη φύση του πολέμου[68]

Επιπλέον, ο γαλλικός κανονισμός του πεζικού ανέφερε ότι ο καθορισμός του σκοπού της κίνησης και του πυρός, η επιζήτηση της επιτυχίας αυτού με κάθε θυσία και παρά τη θέληση του εχθρού και παρ’ όλες τις δυσκολίες, μέχρι την απόλυτη θυσία, αυτή είναι η θεμελιακή σκέψη που πρέπει να εμπνέει όλους τους ηγήτορες. Κάθε άλλη ιδέα, η οποία προκαλεί δυσκολίες στο σκοπό, όπως αναζήτηση θέσεων βολής ή σύλληψη ευφυών ελιγμών πρέπει να αποφεύγεται, προκειμένου να μη μειωθεί η ισχύς της ενέργειας και επομένως να προκαλέσει τη διακύβευση της επιτυχίας.  Η επίθεση απαιτεί εκ μέρους όλων των μαχητών τη σταθερή θέληση της εξόντωσης του εχθρού με τη λόγχη και με την πάλη σώμα με σώμα. Προχώρηση με το μέγιστο δυνατό χρόνο χωρίς βολή, στη συνέχεια προχώρηση με συνδυασμό πυρ και κίνηση μέχρι την απόσταση εφόδου, έφοδος με τη λόγχη και καταδίωξη των ηττημένων. Αυτές πρέπει να είναι οι ενέργειες της επίθεσης του πεζικού[69].
Ο επιτελάρχης του Ελληνικού Στρατού (Β. Δούσμανης) υιοθέτησε όλες αυτές τις στρατιωτικές αντιλήψεις[70], αναφέροντας στο βιβλίο του Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων «Ἡ προχώρησις ἡ ραγδαία προχώρησις ἦτο τό κύριον μέσον ἐνεργείας, τό πύρ καί ἡ λόγχη τό μέσον πρός διευκόλυνσιν τῆς προχωρήσεως…»[71]. Αυτό το πνεύμα εφαρμόσθηκε και σε άλλες μάχες με πολλές απώλειες. Δυστυχώς η πολεμική εμπειρία που απέκτησε ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, ώστε τα συμπεράσματα να εφαρμοσθούν στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά και στους επόμενους πολέμους.
Η ιδέα ελιγμού δεν έχει να επιδείξει κάτι σημαντικό ή ευφυές. Ως ιδέα ελιγμού είχε επιλεγεί η μετωπική επίθεση, η οποία δεν οδήγησε σε αποφασιστικά αποτελέσματα, αλλά απλά απώθησε τον εχθρό[72].  Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καλογεράς στην κατάθεση του στη δίκη του πρώην επιτελείου[73] αναφέρει:

«Ἐνθυμοῦμαι καί νά μοί ἐπιτρέψητε τήν φράσιν τοῦ καθηγητοῦ Λεμποῦ «φαῖρ λε ρετούρ έ ἀβανσέ» ἤτοι «τοποθετεῖν ὅλας τάς μεραρχίας εἰς μίαν γραμμήν καί προχωρεῖν»[74].

Η εκτέλεση της ιδέας ενεργείας προκάλεσε μεγάλη κριτική, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν σε μια διάλεξη που δόθηκε το 1914 στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων[75] όπου αναλύθηκε το σχέδιο της μάχης Κιλκίς - Λαχανά.  Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν: η παράταξη των ελληνικών μεραρχιών σε ένα μέτωπο, η έλλειψη εφεδρείας για να παρέμβει ο αρχιστράτηγος στη μάχη, η πυκνότητα της παράταξης που προκάλεσε την αύξηση των απωλειών,  η αδυναμία συγκρότησης εφεδρικής δύναμης και η έλλειψη συντονισμού των ενεργειών[76].  Με άλλες λέξεις,  δεν υπήρχε καμία ιδέα ελιγμού, εφόσον δεν υπήρχε εφεδρεία[77].
Από την παράταξη των ελληνικών δυνάμεων διαφαίνεται  ότι έξι μεραρχίες κατευθύνονται μετωπικά προς Κιλκίς –Λαχανά και άλλες δύο (VII και Χ Μεραρχίες) προς τα πλευρά. Ο μετωπικός ελιγμός σε συνδυασμός με τη μεγάλη πυκνότητα θα προκαλούσε πολλές απώλειες στο προσωπικό και επιπλέον δεν θα επέτρεπε το σχηματισμό εφεδρείας. Με αυτή την ιδέα ενεργείας το παραμικρό ρήγμα στην ελληνική παράταξη θα επέτρεπε στις βουλγαρικές δυνάμεις να κατευθυνθούν ελεύθερα προς τη Θεσσαλονίκη, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική δύναμη να τους σταματήσει. Ο στρατηγός Μαζαράκης αναφέρει: 

«Εἶναι περίεργο ἐν τούτοις ὅτι θεωρητικῶς, τό τότε Γενικόν Στρατηγεῖον ἦτο ποτισμένον μέ τήν ἰδέαν τῆς ἐκ τῶν προτέρων δι’ εὐρείας ἀναπτύξεως καί προελάσεως τῶν δυνάμεων ἐπί μεγάλου μετώπου ἐπιζητήσεως τῆς κυκλώσεως ἰδέαν ἀντίθετον τῆς κατά μέτωπον κυρίας προσπαθείας. Ἐν τῇ πράξει ὅμως δέν ἐξησφάλισε την κυκλωτικήν ἐνέργειαν καί ἐπέτρεψεν οὕτως εἰς τόν Βουλγαρικόν Στρατόν νά διαφύγῃ τήν κύκλωσιν νά ὑποχωρήσῃ  καί νά ἀνασυνταχθῇ[78]»

Η δύναμη της μιας μεραρχίας (Χ Μεραρχίας των οκτώ ταγμάτων πεζικού) που διατέθηκε στο αριστερό πλευρό (περιοχή Καλλινόβου) ήταν ανεπαρκής, ώστε να υπερκεράσει τις ισάριθμες εχθρικές δυνάμεις (στον τομέα Καλλινόβου αμυνόταν μια βουλγαρική ταξιαρχία των οκτώ ταγμάτων πεζικού). Δεν είχε την απαιτούμενη ισχύ, ώστε να εκτελέσει την υπερκέραση και να αποκόψει τις συγκοινωνίες του εχθρού.   

Όσον αφορά το έτερο άκρο (άκρο δεξιό - VII Μεραρχία) φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Γενικό Στρατηγείο. Αυτό συνάγεται από τα ακόλουθα: η αποστολή που ανατέθηκε στη Μεραρχία ήταν περιορισμένη, η διαταγή επιχειρήσεων της 20ης Ιουνίου δεν συμπεριλάμβανε την VII Μεραρχία (ακόμη και όταν με αναφορά της περί της τακτικής κατάστασης πάλι το Γενικό Στρατηγείο δεν προσανατολίζει τη διοίκηση της μεραρχίας), δεν διατάσσεται, μετά την πτώση του Λαχανά, να κινηθεί δραστήρια προς τη γέφυρα Όρλιακο (Στρυμόνας). Δυστυχώς ακόμη και η διοίκηση της μεραρχίας δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ώστε αναπτύξει πρωτοβουλία και να αποκόψει την υποχώρηση των βουλγαρικών δυνάμεων[79].
 Το πυροβολικό αδυνατούσε να παρέχει πυρά υποστήριξης, λόγω του αναπεπταμένου εδάφους. Η αδυναμία αυτή περιγράφεται σε απομνημονεύματα όπου καταδεικνύεται πόσο βασανιστικά επιδρούσε το έδαφος στις κινήσεις των πυροβόλων[80]. Το πυροβολικό αν δρούσε στη μάχη όπως αναμενόταν τότε θα εκτελούσε βολές αντιπυροβολικού και είτε θα κατέστρεφε τα βουλγαρικά πυροβόλα, είτε θα αποτελούσε στόχο των πυρών του εχθρού, γεγονός που θα ανακούφιζε το πεζικό.  Η αδυναμία παροχής πυρών υποστήριξης προς το μαχόμενο πεζικό αποτέλεσε ένα παράγοντα για τις μεγάλες απώλειες.

Διοίκηση και έλεγχος.
Κάθε μεραρχία ενεργούσε ανεξάρτητα από τις άλλες υπαγομένη απ’ ευθείας στο Γενικό Στρατηγείο, το οποίο είχε την έδρα του αρκετά μακριά από το πεδίο της μάχης και σε πολλές περιπτώσεις εξέδιδε ανεφάρμοστες διαταγές[81]. Την περίοδο αυτή δεν υπήρχε το κλιμάκιο του Σώματος Στρατού. Με δεδομένο τις ελλιπείς επικοινωνίες και συγκοινωνίες, το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να είναι ενήμερο της τακτικής κατάστασης, με συνέπεια η διεύθυνση του αγώνα να είναι από δυσχερής έως ακατόρθωτη. 

Η έλλειψη συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου και των μαχόμενων μεραρχιών ήταν ένα άλλο μεγάλο σφάλμα. Η ύπαρξη τους (σύνδεσμοι ήταν οι επιτελείς του Γενικού Στρατηγείου)  θα μπορούσε να συμβάλλει, ώστε να μεταφέρει η πραγματική εικόνα της μάχης, ο αρχιστράτηγος να  αντιληφθεί ακριβώς την τακτική κατάσταση και να επέλθει συντονισμός της δράσης των μονάδων. Το Γενικό Στρατηγείο λάμβανε γνώση της διαμορφούμενης κατάστασης τις εσπερινές ώρες, όταν οι μεραρχίες υπέβαλαν τις ανάλογες αναφορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επεμβάσεις της ανώτατης διοίκησης να πραγματοποιούνται κάθε βράδυ με την έκδοση διαταγών[82]. Όπως φαίνεται το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να παρέμβει στη μάχη με ευχέρεια κυρίως γιατί δεν διέθετε εφεδρείες και πυρά. Η προσπάθεια παρέμβασης του με την απόσυρση δυνάμεων από τον τομέα Λαχανά προς όφελος του τομέα Κιλκίς προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση που λίγο έλλειψε την ανατροπή των μαχόμενων δυνάμεων.   

Στη μάχη των Ιωαννίνων αλλά και αργότερα στις υπόλοιπες μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οργανώθηκαν ενδιάμεσα κλιμάκια. Το ίδιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στη παρούσα περίπτωση. Για παράδειγμα η ύπαρξη μιας διοίκησης που θα συμπεριλάμβανε τις μεραρχίες του τομέα Λαχανά και την VII Μεραρχία θα μπορούσε να έχει θεαματικά αποτελέσματα κυρίως στη φάση της καταδίωξης. Η αδυναμία συντονισμού φάνηκε και εντός των τομέων[83]. Για παράδειγμα, οι προ του Κιλκίς μεραρχίες δεν κατόρθωσαν να συντονισθούν και να εκτελέσουν νυκτερινή επίθεση, ώστε να καταληφθεί ο αντικειμενικός σκοπός τους. Μόνο η ΙΙ Μεραρχία πραγματοποίησε με επιτυχία τη νυκτερινή επίθεση, η οποία προκάλεσε και την ανατροπή των βουλγαρικών δυνάμεων και την κατάληψη του Κιλκίς.
Απώλειες
Οι τρομακτικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων οφείλονται αρχικά στην επιλογή ως ιδέα ελιγμού της μετωπικής επίθεση, η οποία πάντα προκαλεί και τις περισσότερες απώλειες στον επιτιθέμενο. Δεύτερος σημαντικός παράγοντας υπήρξε η αδυναμία έγκαιρης παροχής πυρών υποστηρίξεως από το φίλιο πυροβολικό. Το διακεκομμένο έδαφος των επιχειρήσεων δεν επέτρεπε πάντοτε τη χρήση του πεδινού πυροβολικού. Ήταν φανερή η ανάγκη ύπαρξης μεραρχιακού ορειβατικού πυροβολικού για την παροχή πυρών Άμεσης Υποστήριξης, το οποίο θα ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να υποστηρίζει πάντοτε τα μαχόμενα τμήματα του πεζικού σε οποιοδήποτε έδαφος. 

Ο στρατηγός Μαζαράκης στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για ελαττωματική σύνθεση του μεραρχιακού πυροβολικού, το οποίο είχε πεδινά πυροβόλα και όχι ορειβατικά, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται σε ορεινό έδαφος και το φίλιο πεζικό να μένει χωρίς πυρά υποστήριξης[84].Τρίτος παράγοντας υπήρξε η έλλειψη συντονισμού. Δεν διατάχθηκαν οι μεραρχίες του τομέα Κιλκίς να ξεκινήσουν την προέλαση του την ίδια ώρα της 19 Ιουνίου. Η V Μεραρχία άρχισε την προέλαση της, ενώ η ΙΙ βράδυνε να εκκινήσει, με συνέπεια να συγκεντρώσει όλα τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού επάνω της. Μόνο μετά την επέμβαση της IV Μεραρχίας ανακουφίστηκε[85]. Δεν υπήρχαν αξιωματικοί σύνδεσμοι ανάμεσα στις μεραρχίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντονισμός στην προέλαση των δυνάμεων[86]. Τέταρτος παράγοντας υπήρξε η πυκνότητα των ελληνικών δυνάμεων και πέμπτος το αναπεπταμένο έδαφος που ενεργούσαν οι μεραρχίες.

Σχολιασμός βουλγαρικών ενεργειών.  
Ο βουλγαρικός στρατός αποτελούνταν από πέντε στρατιές. Την περίοδο των επιχειρήσεων ήταν διεσπαρμένος από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και κάλυπτε μια ζώνη 500 χιλιόμετρων. Με αυτή τη διασπορά δεν μπορεί να γίνει λόγος για συγκέντρωση των δυνάμεων στον κατάλληλο χρόνο και χώρο[87]. Ο στρατηγός Ιβανώφ (διοικητής της ΙΙ Στρατιάς) αναφέρει ότι η κατάσταση δεν θα ήταν κακή αν με την έναρξη των εχθροπραξιών εμπλέκονταν και οι πέντε στρατιές και όχι μόνο οι δύο ΙΙ και IV (εναντίον Ελλήνων και Σέρβων αντίστοιχα)[88].
Ο βασιλιάς Φερδινάνδος ασκούσε την ανωτάτη στρατιωτική διοίκηση των βουλγαρικών δυνάμεων. Άμεσος βοηθός του και ουσιαστικός αρχιστράτηγος ήταν στρατηγός Σαβώφ. Ο τελευταίος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Οι διαταγές που εξέδωσε είχαν αντιφάσεις και ασυναρτησίες. Παρατηρήθηκαν άσκοπες μετακινήσεις βουλγαρικών μονάδων από την μία στρατιά στην άλλη και σε μεγάλες αποστάσεις, με συνέπεια να καταπονεί τους άνδρες σωματικά και ηθικά και να τους καθιστά ανίκανους για να παρέμβουν στην κατάλληλη στιγμή. Η ανικανότητα του στρατηγού Σαβώφ γρήγορα προκάλεσε την αντικατάσταση του από νέο στρατηγό, ο οποίος και αυτός με τη σειρά του δεν διακρινόταν για την αποφασιστικότητα του[89].       
Στο τομέα της ΙΙ Στρατιάς (βουλγαρικές δυνάμεις έναντι των ελληνικών) παρατηρείται ότι κρατήθηκαν υπερβολικές δυνάμεις πέραν του Στρυμόνα χωρίς ουσιαστικό λόγο. Αν έπεφτε η κύρια γραμμή άμυνας των Βουλγάρων τότε αυτές οι δυνάμεις μοιραία θα υποχωρούσαν[90]. 

6. Επίλογος.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες είτε στο σχεδιασμό, είτε κατά τη φάση της εκτέλεσης τους. Δεν υπάρχει μάχη όπου δεν παρατηρήθηκαν λάθη. Στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά τα σφάλματα υπήρξαν πολλά και σοβαρά από όλους τους εμπλεκομένους. Οι Βούλγαροι διέπραξαν τα περισσότερα και τα σοβαρότερα, με αποτέλεσμα να ηττηθούν.   




[1] Η ίδρυση του αλβανικού κράτους, η οποία πραγματοποιήθηκε σε βάρος των κατακτηθέντων εδαφών της Σερβίας είχε σαν αποτέλεσμα τη διατύπωση σερβικών αξιώσεων έναντι της Βουλγαρίας, προβάλλοντας ως λογική συνέπεια τη συνδρομή που παρείχε ο σερβικός στρατός στον βουλγαρικό για την κατάληψη της Αδριανούπολη. Ταγματάρχης Δ.Δ Σούλης, Σπουδή του επιθετικού αγώνος εν τω πλαισίω της μάχης Κιλκίς – Λαχανά, Αθήναι, Απρίλιος 1931, σ. 12, 13  
[2] Η βουλγαροσερβική συνθήκη αναγνώριζε το δικαίωμα προσάρτησης στη Σερβία όλων των εδαφών δυτικά του όρους Σκάρδου (Τέτοβο). Το υπόλοιπο μέρος της Μακεδονίας δεν είχε καθορισθεί με σαφήνεια η τύχη του, σε περίπτωση νίκης των συμμάχων. 
[3] Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Ανάλυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στη Μακεδονία, εκδ Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ), Βάρη, 2011, σ. 51, 52
[4] Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, τ. 1ος , εκδ. Πυρσός, Αθήναι, 1931, σ. 151
[5] Υπογράφηκε 19 Μαΐου 1913
[6] Για το παρασκήνιο της υπογραφής του πρωτοκόλλου συνεργασίας Ελλάδας – Σερβίας και για τις μετέπειτα επιπλοκές του βλέπε Βεντήρης, τ.1ος,  ο.π, σ. 155-160 και τ.2ος, σ. 5-16
[7] Τα επεισόδια ήταν τα ακόλουθα: 20-21 Νοεμβρίου στο 14 χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής από Θεσσαλονίκη προς Ανατολική Μακεδονία. 9 Φεβρουαρίου στην Αριδαία. 20 Φεβρουαρίου στη Νιγρίτα και στο Παγγαίο. Περισσότερα βλέπε: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Επίτομη ιστορία των βαλκανικών πολέμων 1912-1913, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1987, σ. 191-205
[8] Η γραμμή διαχωρισμού των στρατευμάτων ήταν η ακόλουθη: Άρχιζε από βορειοδυτικά της Δοϊράνης, περνούσε από το χωριό Ακρίτας, τις λίμνες Αρτζάν και Αματόβου (αμφότερες έχουν αποξηρανθεί την δεκαετία του 1930), τα χωριά Πικρολίμνη, Νικόπολη, Κυδωνιά, Δημητρίτσι, λίμνη Αχινού, κορυφογραμμή του Παγγαίου και κατέληγε βόρεια του λιμένος Ελευθερών. 
[9] Αλέξανδρος Μαζαράκης- Αινιάν, «Ο ελιγμός του Κιλκίς», Γενική Στρατιωτική Επιθεώρησις, Παράρτημα 26, 1930, σ. 4 
[10] Αρετή ΤούνταΦεργάδη, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας (1912-1940), εκδ Σιδέρης, Αθήνα, 1996, σ. 34, 35 και Ministry of Foreign affairs of Greece, Service of historical archives, The foundation of the modern Greece state. Major treaties and conventions (1830-1947), εκδ Καστανιώτης, Αθήνα, 1999, σ. 76-79
[11] Η δυσπιστία της Βουλγαρίας εμφανίζεται με ανάγλυφο τρόπο στο Αντιστράτηγος Ν. Ιβανώφ, «Ο βαλκανικός πόλεμος, 1912-1913», Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση, τ. 51, Μάρτιος 1929, σ. 147-150. Όλο το κείμενο εμφανίζεται σε συνέχειες στη Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση.
[12] Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους, τ. Γ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), εκδ Εθνικό Τυπογραφείο, Εν Αθήναις, 1932, σ. 92,93
[13] Προκάλυψη είναι η υπηρεσία φρούρησης της μεθορίου ζώνης. Τα εγκατεστημένα στρατιωτικά αποτελούν τα τμήματα προκάλυψης. 
[14] Η δύναμη των βουλγαρικών δυνάμεων που στάθμευαν στην Θεσσαλονίκη ανερχόταν περίπου σε ένα σύνταγμα. ΔΙΣ Επίτομη ιστορία των βαλκανικών πολέμων 1912-1913, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1987, σ. 67
[15] ΔΙΣ, Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1999, σ. 127, 128
[16] Περισσότερα βλέπε: Ιβανώφ, τ. 52. Μαΐου 1929 ο.π, σ. 143, 163-165
[17] Σούλης, ο.π, σ. 47, 48. Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, ο.π, σ. 128, 129 και ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, τ Γ΄ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), έκδοση ΔΙΣ, Αθήνα, 1992, σ. 94,95, Δούσμανης, ο.π, σ. 70
[18] Ο βουλγαρικός στρατός παρουσίαζε ένα μέτωπο (περισσότερο διασπορά) που ανερχόταν σε 500 χιλιόμετρα.
[19] Με την κατάκτηση των νέων χωρών στρατολόγησαν τον τοπικό πληθυσμό και σχημάτισαν τρεις ταξιαρχίες Σερρών, Δράμας και Ανδριανούπολης αντίστοιχα, οι οποίες είχαν κατώτερη μαχητική ικανότητα.
[20] Για την ενίσχυση του Ιππικού συγκροτήθηκαν 12-15 ίλες, οι οποίες όμως δεν διέθεταν άλογα.
[21] Ειδικά για το πυροβολικό, οι Βούλγαροι διέθεταν παλαιό υλικό, το οποίο αντικατέστησαν από τουρκικά λάφυρα ταχυβόλα τύπου Κρούπ, πλην όμως δεν διαθέτουν επαρκή αριθμό πυρομαχικών. Ταχυβόλα ονομάζονταν τα πυροβόλα που διέθεταν σύστημα χαλίνωσης και επανάταξης. Με αυτό το σύστημα, μετά από κάθε βολή, ολόκληρο το πυροβόλο δεν χρειαζόταν να επανέλθει στην αρχική θέση και να σκοπευθεί εκ νέου. Το ταχυβόλο οπισθοδρομούσε μόνο το ανώτερο τμήμα του, ενώ το κατώτερο έμενε σταθερό. Αυτή την τεχνολογία διαθέτουν και τα σημερινά πυροβόλα. Ο βούλγαροι πυροβολητές υπολόγισαν ότι μια ταχυβόλος πυροβολαρχία των 4 πυροβόλων έβαλλε ανά πυροβόλο 1000 βλήματα, ενώ οι βραδυβόλες 100 ανά πυροβόλο. Ιβανώφ, τ. Ιουνίου 1929, ο.π,  σ. 174   
[22] Μαζαράκης, ο.π, σ. 6 και Σούλης, 1931, ο.π, σ. 61
[23] Αρχικά στην οργάνωση της ΙΙης Στρατιάς ανήκε η 8η Μεραρχία, η οποία αναχώρησε για το Ιστίπ την 17η Μαΐου.
[24] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 58, 59
[25] Δ.Δ. Σούλης, Ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων 1913, εκδ Τιλπερόπουλου, Αθήναι, 1934, ο.π, σ. 51
[26] Σούλης, 1931, ο.π, σ. 18
[27] Μαζαράκης, ο.π, σ. 38. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Δούσμανης, ο οποίος αναφέρει ότι η επίθεση διενεργήθηκε εναντίον ισόπαλου εχθρού αμυνομένου σε πανίσχυρες θέσεις. Βίκτωρ Δούσμανης, Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων, εκδ Μακρής, Αθήναι, 1927, σ. 70. Τα Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, ο.π, σ. 130 διαφωνούν με τον Μαζαράκη και τον Δούσμανη και αναφέρουν ότι οι Βούλγαροι παράταξαν 32 τάγματα πεζικού, ένα σύνταγμα ιππικού και 62 πυροβόλα έναντι των Ελλήνων.
[28] Η Ταξιαρχία Ιππικού διέθετε δύο συντάγματα των τεσσάρων ιλών. Για τις επιχειρήσεις της Ταξιαρχίας Ιππικού βλέπε: «Ολίγα τινα εκ της δράσεως του Ιππικού μας κατά τον 2ος Βαλκανικόν Πόλεμον του 1913», Γενική Στρατιωτική Επιθερώρησις τ. 29, Μάιος 1927.
[29] Αναλυτικά η δύναμη του στρατού της Μακεδονίας ανερχόταν σε 3025 αξιωματικούς, 144725 οπλίτες, 132 πεδινά, 44 ορειβατικά και 54 βαριά πυροβόλα, 132 πολυβόλα και 28641 κτήνη.
Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 116
[30]  Η Πολεμική Έκθεση περιλαμβάνει τα παλαιά τοπωνύμια μέσα στη παρένθεση. Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 118, 119. Αντίθετα οι εκδόσεις της ΔΙΣ αναφέρουν μόνο τις νέες ονομασίες, οι οποίες καθιερώθηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920. Περισσότερα για τις μετονομασίες των οικισμών της Ελλάδας βλέπε: http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/4968.
[31] Η διεξαγωγή της μάχης περιγράφεται αναλυτικά στην πολεμική έκθεση του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους, τ. Γ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), εκδ Εθνικό Τυπογραφείο, Εν Αθήναις, 1932. Η έκδοση της ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, τ Γ΄ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), έκδοση ΔΙΣ, Αθήνα, 1992, αποτελεί μια αναπαραγωγή της πολεμικής έκθεσης. Το έτερο βιβλίο της ΔΙΣ, Επίτομη ιστορίας των βαλκανικών πολέμων 1912-1913, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1987 αποτελεί περίληψη της πολεμικής έκθεσης και τέλος τα Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1992 περιλαμβάνουν 31 μάχες (ελληνικές και παγκόσμιες επιλεγμένες από το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο) που αποτελούν την ύλη των εισαγωγικών εξετάσεων της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου.
[32] Προέλαση είναι μια τακτική κίνηση προς τα εμπρός που αποσκοπεί στη συνάντηση του εχθρού. Αποβλέπει στη λήψη επαφής με αυτόν, στην προώθηση των στρατιωτικών δυνάμεων με ασφάλεια προς τον εχθρό και την κατάληψη εδάφους που θα παρέξει πλεονεκτήματα τον παραπέρα ελιγμό.   
[33] Ο βασικός διαχωρισμός των πυροβόλων ήταν πεδινά και ορειβατικά ή ορεινά, τα οποία είναι λυόμενα και φορτούμενα. Αντίθετα τα πεδινά είναι ρυμουλκούμενα.
Περισσότερα βλέπε: Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Η ιστορία του ελληνικού πυροβολικού, εκδ ΣΣΕ, (εγκρίθηκε η έκδοση και βρίσκεται υπό δημοσίευση), σ. 11.
[34] Η διατύπωση Σύνταγμα (-) σημαίνει ότι από τα τρία τάγματα που διέθετε οργανικά το ένα δεν συμμετείχε σε αυτήν την ενέργεια και δόθηκε σε άλλη κατεύθυνση ενεργείας. Με άλλες λέξεις το συγκεκριμένο σύνταγμα θα ενεργούσε με δύο τάγματα.
[35] Πριν από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, εκτός από τις ενεργές δυνάμεις σχηματίσθηκαν και εθελοντικά σώματα προσκόπων. Οι άνδρες που υπηρέτησαν σε αυτά τα σώματα δεν είχαν υποχρέωση να καταταγούν στον τακτικό στρατό. Οι πρόσκοποι ήρθαν εθελοντικά, έδωσαν τον όρκο του στρατιώτη και υπήχθησαν σε αξιωματικούς του στρατού ή σε οπλαρχηγούς. Συνολικά κατατάγηκαν 6.025 εθελοντές πρόσκοποι.
Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Ανάλυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στη Μακεδονία, εκδ Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ), Βάρη, 2011, σ. 64
[36] Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι στο βιβλίο της ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, τ Γ΄ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), έκδοση ΔΙΣ, Αθήνα, 1992, την 19 Ιουνίου δεν τη συμπεριλαμβάνει στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, άλλα θεωρεί ότι σε αυτή περιλαμβάνονται μόνο η 20 και η 21 Ιουνίου 1913. Αντίθετα στις άλλες εκδόσεις του όπως είναι η περίληψη των Βαλκανικών Πολέμων ΔΙΣ, Επίτομη ιστορίας των βαλκανικών πολέμων 1912-1913, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1987 και τα Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας περιλαμβάνουν την 19 Ιουνίου στις ημέρες διεξαγωγής της μάχης. Ο ίδιος ο επιτελάρχης της Στρατιάς Βίκτωρ Δούσμανης στο βιβλίο του, Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων, εκδ Μακρής, Αθήναι, 1927, σ. 61 περιλαμβάνει την 19 Ιουνίου στη μάχη του Κιλκίς- Λαχανά. Η Πολεμική Έκθεση του 1932, περιλαμβάνει την 19 Ιουνίου στις ημέρες διεξαγωγής της μάχης.
Οι απώλειες της μεραρχίας ήταν 30 οπλίτες νεκροί και 169 τραυματίες, από τους οποίους οι δύο αξιωματικοί. ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, τ Γ΄ (Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), έκδοση ΔΙΣ, Αθήνα, 1992, σ. 78-80, Αθ. Α. Κόκκορης, Στρατιωτική Ιστορία, Βιβλίο 1ον (από της αρχαιότητος μέχρι και των βαλκανικών πολέμων), εκδ ΣΣΕ, Αθήναι, 1972, σ. 186. Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 119-123
[37] Λήψη επαφής είναι η τακτική κατάσταση, κατά την οποία ένα τμήμα ή μονάδα ανταλλάσει σε μεγάλη κλίμακα πυρά με τον εχθρό, με όπλα ευθυτενούς τροχιάς από μέσες ή μικρές αποστάσεις. Το τμήμα ή μονάδα έχει εμπλακεί σε μέτωπο που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του μετώπου της ζώνης ενεργείας του και δεν προχωρεί, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω διαταγής.
[38] Ανιχνευτές ήταν άνδρες του πεζικού ή του ιππικού, οι οποίοι προπορεύονταν των στρατιωτικών δυνάμεων για να παρέχουν έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με το έδαφος και για να προλάβουν αιφνιδιασμούς σε βάρους του στρατεύματος.
[39] Οι απώλειες της μεραρχίας ήταν 9 νεκροί και 79 τραυματίες
[40] Οι απώλειες της μεραρχίας ήταν 115 νεκροί από τους οποίους 3 αξιωματικοί και 415 τραυματίες από τους οποίους 20 αξιωματικοί. Στον αγώνα αυτής της ημέρας σκοτώθηκε και ο διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων, ο ήρωας των Ιωαννίνων Ταγματάρχης Γεώργιος Ιατρίδης (1860-1913). Για τη δράση του βλέπε: Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η δράσις των ευζώνων κατά τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, εκδ Φέξη, Εν Αθήναις, 1914 σ. 5-33. ΔΙΣ, ο.π, σ. 80-84, Κόκκορης, ο.π, σ. 186 και Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 123-129
[41] Από την ΙΙ Μεραρχία τέθηκαν εκτός μάχης 172 άνδρες, από την IV Μεραρχία 500, από την V Μεραρχία 1275, από την ΙΙΙ Μεραρχία 250 και από την Ταξιαρχία Ιππικού 4. Συνολικά οι δυνάμεις που ενεργούσαν στην περιοχή του Κιλκίς είχαν 2201 άνδρες εκτός μάχης. ΔΙΣ, ο.π, σ.84-91, Κόκκορης, ο.π, σ. 186 και Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 129-141
[42] Οι απώλειες της Χ Μεραρχίας ανήλθαν σε 8 οπλίτες και 66 τραυματίες από τους οποίους ένας αξιωματικός. ΔΙΣ, ο.π, σ. 91-93, Κόκκορης, ο.π, σ. 186, 187 και Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 141-145
[43] Το τηλεγράφημα χρησιμοποιεί τα παλαιά τοπωνύμια
[44] Δούσμανης, ο.π, σ. 62
[45] Για τον τρόπο έκδοσης των διαταγών επιχειρήσεων στους βαλκανικούς πολέμους βλέπε: Καστάνης, ο.π, σ. 310-313
[46] Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 145
[47] ΔΙΣ, ο.π, σ. 95-96, Κόκκορης, ο.π, σ. 187 και Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 145-147
[48] ΔΙΣ, ο.π, σ. 80-84 και Κόκκορης, ο.π, σ. 186
Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 147-152
[49] ΔΙΣ, ο.π, σ. 84-91 και Κόκκορης, ο.π, σ. 188-189
Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 153-160
[50] ΔΙΣ, ο.π, σ. 80-84 και Κόκκορης, ο.π, σ. 186
Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 160-162
[51] Δούσμανης, ο.π, σ. 64
[52] Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 159
Δούσμανης, ο.π, σ. 64
[53] Δούσμανης, ο.π, σ. 66, 67
[54] Εξαιτίας του χρόνου δράσης των δυνάμεων που κατευθύνονταν προς το Κιλκίς και επηρέασε και τις δυνάμεις που ενεργούσαν προς τον Λαχανά, προηγήθηκε η ανάλυση.
[55] Ο αξιωματικός του επιτελείου της ΙΙ Μεραρχίας Ιπποκράτης Παπαβασιλείου σε επιστολή του προς τη γυναίκα του αναφέρει για τη νυκτερινή επίθεση που διενεργήθηκε: «Ἡ Μάχη τοῦ Κιλκίς, διαρκέσασα δύο ἡμέρας. Ἔξοχος μεγαλοπρέπεια. Τό ἐξοχώτερον ὅμως εἶνε ὅτι τήν νίκην τήν ἔδωσεν ἡ Μεραρχία μου. Καί ἦτο μάχη σπουδαιοτάτη διότι ἀπ’ αὐτήν ἐκρέμματο ἡ τύχη τοῦ πολέμου, τῆς Ἑλλάδος ἴσως. Σήμερον τό πρωΐ ἡ ἀγωνία ὅλων εἶχε φθάση εἰς τό κατακόρυφον. Ἐκάμαμεν αἰφνιδιασμόν τό μεσονύκτιον ὁ ὁποῖος ἐζάλισεν κάπως τούς Βουλγάρους καί τό πρωΐ μόλις ἔφεξεν εἰς τάς 3 ἐξακολουθήσαμεν σφοδροτάτη ἐπίθεσιν. …. Εἰς τάς 9.40 ἡ Μεραρχία μου ἐτηλεγράφη πρός τόν Βασιλέα «Ἀγγέλλω νίκην Κιλκίς»».
Ημερολόγια και Γράμματα από το μέτωπο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, επιμ. Λύντια Τρίχα, Β΄ έκδοση, εκδ ΕΛΙΑ, Αθήνα, 1993, σ. 217  
[56] Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 164-166
[57] Εκπομπή πυρών πυροβολικού που εκτελούνται με βάση ωριαίου προγράμματος, λίγο πριν από τη φίλια επίθεση, με σκοπό την αποδιοργάνωση της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας, πρόκληση απωλειών στο προσωπικό και στο υλικό και την κάμψη του ηθικού του εχθρού.  
[58] Στο ημερολόγιο του ο Κωνσταντίνος Βάσσος, υιός του Τιμολέοντα,  επιτελής της Ι Μεραρχίας αναφέρει σχετικά με την μάχη της 21 Ιουνίου στον τομέα του Λαχανά: «21 Ἰουνίου. Καιρός, καλός, ζεστός. Ἡ μάχη ἐπανήρχησεν εἰς τάς 5 πρό μεσημβρίας. Καθ’ ὅλην τήν πρωΐαν ὑφιστάμεθα φοβεράς ἀπωλείας ὑπό τοῦ ἐχθρικοῦ πυροβολικοῦ. Τό ἠθικόν τοῦ 5ου Συντάγματος ἐκλονίσθη, ἐφονεύθη ὁ ταγματάρχης Κατσιμίδης καί 5 ἕτεροι ἀξιωματικοί ἐτέθησαν ἐκτός μάχης (τοῦ 5ου Συνταγ.). Εἰς τάς 10π.μ ὁ Μέραρχος μας ἀποφασίζει νά γίνῃ γενική ἐπίθεσις μεθ’ ὅλων τῶν δυνάμεων Ι και VI Μεραρχιῶν ἐναντίον του ἐχθροῦ. Ὥρα ἐνάρξεως ὁρίσθη ἡ 3 μμ. Αἱ κατάλληλαι διαταγαί ἐξεδόθησασαν. Ἄξιον θαυμασμού ἦτο τό στράτευμα κατά τήν ἐπίθεσιν. Οἱ Εὔζωνες τούς κυνηγοῦν κτυπῶντες τῆς(!) καραβάνες μέ τήν ξιφολόγχην των. Εἰς τάς 4.15 εἴχαμεν καταλάβη τάς θέσεις και 12 πεδινά πυροβόλα. Αἱ ἀπώλειαί μας εἶναι μεγάλαι 11 αξιωμ. φονευμένοι….»
Ημερολόγια και Γράμματα από το μέτωπο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, ο.π, σ. 201, 202 
[59] Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 178-180
[60] Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην πολεμική έκθεση και στο Δραγούμη. Η πρώτη αναφέρει ότι ένα τάγμα της V Μεραρχίας εισήλθε στο Κιλκίς το οποίο καιγόταν από πυρά του πυροβολικού και από ανάφλεξη πυρομαχικών που έθεσαν πυρ οι υποχωρούντες Βούλγαροι. Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 170. Ο δεύτερος αναφέρει ότι «Προσπάθησε ο Μαζαράκης για να μην κάψουν χωριά, μα κάηκαν» χωρίς να δίνει άλλες εξηγήσεις. Φίλιππου Δραγούμη, Ημερολόγιο βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, εκδ Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1988, σ. 345. Ο Μαζαράκης την περίοδο αυτή υπηρετούσε στο επιτελείο της V Μεραρχίας.  
[61] Για ολόκληρη την έκθεση βλέπε: Δούσμανης, ο.π, σ. 68
[62] Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, επιμελ Χρ. Χρηστίδη, τ. 2ος, Αθήνα, 1952, σ. 222
[63] Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, ο.π, σ. 139 και Υπουργείο Στρατιωτικών. Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Πολεμική Έκθεση, ο.π, σ. 171. Οι αυξημένες απώλειες συγκρίνονται ανάμεσα στον Α΄ και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Οι απώλειες του Α΄ΒΠ ανέρχονταν σε 143 νεκρούς αξιωματικούς έναντι 164 στον Β΄ΒΠ (υπόψη ότι η διάρκεια του ήταν ένα μήνας), οι τραυματίες 261 τραυματίες έναντι 294, νεκροί οπλίτες 2231 έναντι 5687 και τραυματίες 9034 έναντι 23553. Οι απώλειες μη μάχης (ασθένειες  κλπ) για αμφότερους του βαλκανικούς πολέμους (δεν υπάρχει καταμέτρηση για κάθε πόλεμο ξεχωριστά) ήταν 38 αξιωματικοί και 1520 οπλίτες αποβιώσαντες  και 10000 ασθενείς. ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία των βαλκανικών πολέμων 1912-1913, εκδ ΔΙΣ, Αθήνα, 1987, σ. 265. Οι απώλειες είναι μικρές, αν συγκριθούν με αυτές της μικρασιατικής εκστρατείας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.    
[64] Richard C. Hall, The Balkan wars 1912-1913, εκδ Routledge, London-New York, 2000, σ. 113
[65] Οι στρατοί της Γαλλία και της Γερμανίας είχαν αναγάγει το επιθετικό δόγμα ως θεότητα.
Με βάση τις προαναφερθείσες γαλλικές αντιλήψεις εκδόθηκαν οι οδηγίες της 24ης Μαΐου 1913, οι οποίες καθόριζαν: «Ἡ καλυτέρα ἐνέργεια κατά τοιαύτης παρατάξεως θά ἦτο ταχεῖα ἀνάληψις τῆς ἐπιθέσεως καί διεύθυνσις τοῦ ὄγκου τῶν δυνάμεων μας εἴτε κατά τῆς δεξιᾶς πτέρυγος τοῦ ἔχθροῦ, εἴτε κατά τῆς ἀριστερᾶς. Μή ὄντος τούτου εἰσέτι δυνατοῦ, ἕνεκα πολιτικῶν λόγων, ἀπεφάσισα τήν συγκέντρωσιν τοῦ Στρατοῦ οὕτως ὥστε ἄν οἱ Βούλγαροι ἀρχίσωσι πρῶτοι τήν ἐπίθεσίν των ν’ ἀντιμετωπίσωμεν αὐτούς δι’ αντεπιθέσεως καθ’ ἑνός τῶν κεράτων αὐτῶν».
Σούλης , 1934, ο.ο, σ. 72
[66] Για τη Γαλλική Αποστολή βλέπε: Καστάνης, ο.π, 28-30
[67] Οι ελληνικοί στρατιωτικοί κανονισμοί αποτελούσαν μεταφράσεις των αντιστοίχων γαλλικών.
[68] Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το δόγμα αυτό στις πρώτες μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Περισσότερα Κλεάνθους Μπουλαλά, Ο πόλεμος και αι ιδέαι, β΄ έκδοση, Μέρος 1ο (Η εξέλιξη των πολεμικών ιδεών), Αθήναι, 1953, σ. 130
[69] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 128-132
[70] Ο Δούσμανης αν και ασκεί έντονη κριτική κατά των Γάλλων, παρόλα αυτά οι απόψεις του περί της προχώρησης των στρατευμάτων ταυτίζονται με το γαλλικό δόγμα.  Δούσμανης, ο.π, σ. 229
Τα ίδια σχεδόν αναφέρει και στην κριτική για τη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά. Δούσμανης, ο.π, σ. 75-77
[72] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 144
[73] Η Δίκη του πρώην Επιτελείου (οι εφημερίδες την αποκάλεσαν και υπόθεση Ρούπελ από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού) άρχισε την 25η Οκτωβρίου 1919 (Εφημερίδα Εμπρός, 25 Οκτωβρίου 1919 και Εφημερίδα Πατρών Το Φως, 31 Ιανουαρίου 1920) και περατώθηκε 31 Ιανουαρίου 1920 (Εφημερίδα Εμπρός, 31 Ιανουαρίου 1920, Εφημερίδα Το Φως, 31 Ιανουαρίου 1920). Κατηγορούμενοι ήταν οι: Βίκτωρ Δούσμανης, και Ιωάννης Μεταξάς. Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά για τους ακόλουθους λόγους: α. Συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, β. Παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, γ. Όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και δ Παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα. Η κατηγορία για τους Στρατηγό και Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους Δούσμανη και Μεταξά για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας (Για το κατηγορητήριο βλέπε: Γνωμάτευσις του εισηγητού του Διαρκούς Στρατοδικείου Στυλ. Κολοκυθά κατά του τέως Γενικού Ελληνικού Επιτελείου. Εκδ Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1919). Σύμφωνα με την απόφαση οι Δούσμανης και Μεταξάς κρίθηκαν: για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς. Τέλος αθωώθηκαν για την παράδοση κρατικών εγγράφων. Στον Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι Στρατηγός και Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι. Εφημερίδα Εμπρός, 31 Ιανουαρίου 1920, Εφημερίδα Το Φως, 31 Ιανουαρίου 1920       
[74] Κατάθεσις Ι. Καλογεράς συνταγματάρχου, Η δίκη του πρώην επιτελείου, εκδ Αστέρος, χχ, σ. 21
[75] Η διάλεξη δόθηκε από τον στρατηγό Debeney. Είχε γίνει μεγάλος θόρυβος από τις δηλώσεις του Κωνσταντίνου στη Γερμανία, σύμφωνα με τις οποίες οι νίκες του Ελληνικού Στρατού οφείλονταν στις γερμανική στρατηγική σκέψη. Στη Γερμανική Σχολή Πολέμου είχαν σπουδάσει μεγάλο μέρος των αξιωματικών του Γενικού Στρατηγείου σε αντίθεση με τους επιτελείς των μεραρχιών που σπούδασαν στην αντίστοιχη γαλλική. Ο Δούσμανης κατακρίνει τη μετάκληση Γάλλων αξιωματικών (Δούσμανης, ο.π, σ. 227). Ο Πάγκαλος αποκαλεί τα μέλη του Γενικού Στρατηγείου «γεμανόπληκτους».
[76] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 134-142
[77] Θεοδ. Πάγκαλος, Τα απομνημονεύματα μου 1897-1947, τ. Α, εκδ Αετός, Αθήναι, 1950, σ. 318 Ο μοναδικός συγγραφέας, ο οποίος δικαιολογεί την έλλειψη εφεδρείας είναι ο Παναγάκος. Αναφέρει ότι για να εξοικονομηθεί εφεδρεία θα έπρεπε κάποιοι τομείς του μετώπου να αφεθούν ανενόχλητοι ή ολόκληρο το μέτωπο να καλυφθεί με ασθενέστερες δυνάμεις. Π. Παναγάκου, Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήναι, 1961. Οι απόψεις του Παναγάκου (οπαδός της βασιλικής παράταξης) έρχονται σε αντίθεση όλων των υπολοίπων συμπερασμάτων διακεκριμένων στρατιωτικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι η διάταξη των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη υπήρξε πυκνή σε σημείο μάλιστα που προκάλεσε αυξημένες απώλειες. 
[78] Μαζαράκης, ο.π, σ. 56
[79] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 137
[80] Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Η ιστορία του ελληνικού πυροβολικού, εκδ ΣΣΕ, (εγκρίθηκε η έκδοση και βρίσκεται υπό δημοσίευση), σ. 133-135.
[81] Ο Κωνσταντίνος Βάσσος αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο του: «Μάχαι δέν διοικοῦνται ἐξ ἀποστάσεως τριῶν ἡμερῶν πορείας ὅταν δέν ὑπάρχουν χάρται πρός γνώσιν τοῦ ἐδάφους» Ημερολόγια και Γράμματα από το μέτωπο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, ο.π, σ. 210. Η πρακτική, η γενική διοίκηση να βρίσκεται μακριά από τα μαχόμενα τμήματα παρουσιάσθηκε και σε άλλες μάχες. Στη μάχη του Σαρανταπόρου το Γενικό Στρατηγείο ήταν πολύ πίσω. Ο ίδιος ο Ξενοφών Στρατηγός (επιτελής του Γενικού Στρατηγείου) αναφέρει ότι η θέση του Γενικού Στρατηγείου στο Χάνι Χατζηγώγου «πολύ κακά ἦτο ἐκεῖ». Στη Μικρά Ασία ο διοικητής της Στρατιάς (Χατζανέστης) δικάζεται στη «Δίκη των Εξ» με ένα από το σύνολο του κατηγορητηρίου ότι η διοίκηση των τμημάτων του μετώπου από απόσταση 400 χιλ. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ο αρχιστράτηγος Παπάγος κατηγορείται ότι διοικούσε τα τμήματα του αλβανικού μετώπου από την Αθήνα. Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Ανάλυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στη Μακεδονία, εκδ Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ), Βάρη, 2011, σ. 115. Ο μόνιμος αξιωματικός Περικλής Καλλιδόπουλος με ειρωνεία σχολιάζει σε ιδιωτική επιστολή του την διαταγή του Γενικού Στρατηγείου «Ἐπελθόντος τοῦ σκότους ἐγκαταστήσαμεν προφυλακάς μάχης ὅτε μετ’ ὀλίγον λαμβάνομεν διαταγήν τοῦ Διοικητοῦ μας, ταγματάρχου κ. Χριστοδούλου ὅτι «κατ’ ἐντολήν τοῦ Βασιλέως ἡ προέλασις θά έξακολουθήσῃ καί πάση θυσίᾳ πρέπει μέχρι πρωΐας νά πέσῃ τό Κιλκίς». Μεγαλεῖον διαταγῆς». Ημερολόγια και Γράμματα από το μέτωπο Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, ο.π, σ. 342. Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αναφέρει ότι το Γενικό Στρατηγείο διοικεί τα επιχειρούντα στρατεύματα από μακριά χωρίς στενή επικοινωνία και με χωρίς την αποστολή επιτελών ώστε να πληροφορείται για την τακτική κατάσταση. Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Αναμνήνεις 1896-1920, τ. 1ος, τύποις Πυρσός, Εν Αθήναις, 1933, σ. 177 Ο στρατηγός Μαζαράκης για την ίδια διαταγή του Κωνσταντίνου αναφέρει στα απομνημονεύματα του ότι η διοίκηση δεν πρέπει να αξιώνει την εκτέλεση της, αλλά να συνδυάζει τις ενέργειες των διοικουμένων μονάδων της. Αλεξάνδρου Μαζαράκη- Αινιάν, Απομνημονεύματα, εκδ Ίκαρος, Αθήνα, 1948, σ. 138
[82] Το επιτελείο είχε πληροφορίες για την τακτική κατάσταση, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στον χρόνο που εξέδιδαν τις διαταγές. Για τον τρόπο άσκησης της Διοίκησης και του Ελέγχου βλέπε: Καστάνης, ο.π, σ. 314-322
[83] Ο Μαζαράκης κάνει λόγο για την έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στην ΙΙΙ και την V Μεραρχία και για τη σύνταξη μιας διαταγής της V Μεραρχίας, η οποία περιλάμβανε στοιχεία παρά το γράμμα της διαταγής του Γενικού Στρατηγείου. Μαζαράκης, ο.π, σ. 135
[84] Περισσότερα Ανδρέας Καστάνης, Στρατιωτική Ιστορία: Η ιστορία του ελληνικού πυροβολικού, εκδ ΣΣΕ, (εγκρίθηκε η έκδοση και βρίσκεται υπό δημοσίευση), σ. 142
[85] Κατάθεση Καλογερά, ο.π, σ. 21
[86] Μεταξύ των ΙΙΙ και IV Μεραρχιών δεν υπήρχε ενότητα προσπαθειών. Παρά την προσπάθεια συνεννόησης των γειτονικών δυνάμεων δεν απέδωσε κανένα αποτέλεσμα.  Μαζαράκης, ο.π, σ. 138
[87] Ιβανώφ, τεύχος Οκτωβρίου 1929, ο.π, σ. 121
[88] Ιβανώφ, τεύχος Νοεμβρίου 1929, ο.π, σ. 125 και 127 και Μαζαράκης, ο.π, σ. 63. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έλλειψης στρατηγικής συγκεντρώσεως των βουλγαρικών δυνάμεων αποτελεί ότι την 17η Ιουνίου ο διοικητής της V Στρατιάς άκουσε τα πυροβόλα της γειτονικής επιτιθέμενης ΙV διερωτάτο τι συμβαίνει, ζητώντας οδηγίες. Φαινόταν για αυτόν ανεξήγητη η αδράνεια της Στρατιάς του τη στιγμή που συνάδελφοί του μάχονταν. Σε άλλο σημείο ο Ιβανώφ, αναφέρει ότι η αδράνεια των τριών βουλγαρικών στρατιών διήρκησε 6 ημέρες, μέχρι την 22 Ιουνίου.  Σούλης, ο.π, σ. 39
[89] Σούλης, 1934, ο.π, σ. 124, 125. Ο στρατηγός Ιβανώφ αναφέρει ότι ο στρατηγός Σαβώφ ήταν μεγαλομανής και ανεπαρκής. Ιβανώφ, τ. Νοεμβρίου, ο.π, σ. 134
[90] Μαζαράκης, ο.π, σ. 63.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου